- μειλιχιείον
- μειλιχιεῑον, τὸ (Α) [μειλίχιος]ο ναός τού Μειλιχίου Διός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek